επιτολή

επιτολή
η (AM ἐπιτολή) [επιτέλλω]
ανατολή, εμφάνιση αστεριού στον ορίζοντα
αρχ.-μσν.
εντολή, διαταγή
αρχ.
1. η περίοδος κατά την οποία εμφανίζεται ένα αστέρι στον ουρανό («πᾱν ἐξείργαστο περὶ ἀρκτούρου ἐπιτολάς», Θουκ.)
2. η ανατολή ενός αστεριού αμέσως πριν από την ανατολή ή μετά τη δύση τού ηλίου
3. φρ. α) «ἐπιτολαὶ ἀνέμων» — έγερση ανέμου
β) «ἐπιτολαὶ ποταμοῡ» — πηγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιτολῇ — ἐπιτολή the rising of a star fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτολή — the rising of a star fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτολή — η (αστρ.), η εμφάνιση άστρου ή αστερισμού στον ορίζοντα, η ανατολή τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιτολαῖς — ἐπιτολή the rising of a star fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτολαῖσι — ἐπιτολή the rising of a star fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτολαῖσιν — ἐπιτολή the rising of a star fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτολαί — ἐπιτολή the rising of a star fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτολᾶν — ἐπιτολή the rising of a star fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτολῆς — ἐπιτολή the rising of a star fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτολήν — ἐπιτολή the rising of a star fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”