- επιτολή
- η (AM ἐπιτολή) [επιτέλλω]ανατολή, εμφάνιση αστεριού στον ορίζοντααρχ.-μσν.εντολή, διαταγήαρχ.1. η περίοδος κατά την οποία εμφανίζεται ένα αστέρι στον ουρανό («πᾱν ἐξείργαστο περὶ ἀρκτούρου ἐπιτολάς», Θουκ.)2. η ανατολή ενός αστεριού αμέσως πριν από την ανατολή ή μετά τη δύση τού ηλίου3. φρ. α) «ἐπιτολαὶ ἀνέμων» — έγερση ανέμουβ) «ἐπιτολαὶ ποταμοῡ» — πηγή.
Dictionary of Greek. 2013.